Το μενταγιόν της μάγισσας
Συγγραφέας: Σοφία Τσοκανά
ISBN: 978-618-5498-33-7
© Copyright: Readnet Publications ΙΚΕ
Βόλος 2020
Έκδοση: Readnet Publications
Ιστότοπος: www.readnet.gr |e-mail: [email protected]
Τηλ.: 24210 38805
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.
Κεφάλαιο 1:
Η μυστική συμμαχία
Ιστορίες έχουν ειπωθεί. Ιστορίες για μια ξεχασμένη εποχή, με αληθινούς μάγους και μάγισσες που, τότε, εξακολουθούσαν να ζουν ανάμεσα μας· γοργόνες και θαλάσσια πλάσματα που, κάποτε, κρύβονταν κάτω από τα αλμυρά νερά των ωκεανών, γενναίους ιππότες και όμορφες πριγκίπισσας μαγεμένες σε κρυστάλλινα παλάτια… Ιστορίες που με την πάροδο του χρόνου, ξεθώριασαν και έσβησαν στα χείλια των παλιών παραμυθάδων και που τώρα πια, υπάρχουν παρά μόνο στα παιδικά βιβλία των παιδιών μας. Ιστορίες που δεν έπρεπε να παραληφθούν και που δεν έπρεπε ποτέ να ξεχαστούν… Θα θέλατε να σας πω μια τέτοια ιστορία για κείνα τα ξεχασμένα χρόνια. Μια ιστορία με μυθικά πλάσματα και τρομακτικά τέρατα! Αν είσαστε άνθρωποι της σκέψης και της λογικής, χωρίς φαντασία, άνθρωποι που πιστεύουν ότι όλα αυτά είναι επινοήματα του ανθρώπινου νου και υπάρχουν μόνο στα παραμύθια… Εάν είσαστε! Τότε, φοβάμαι ότι κι εσείς, ξεχάσατε.
Υπήρχε εποχή, γεμάτη με οφθαλμαπάτες που παραπλανούσαν το μυαλό και ξεγελούσαν το γυμνό μάτι. Μια εποχή γεμάτη με μαγεία και παράξενα γεγονότα, που όλα μπορούσαν να συμβούν κι όλα μπορούσαν να γίνουν. Τότε, οι σοφοί και ισχυροί δράκοι εξακολουθούσαν να πετούν στον αέρα. Οι άνθρωποι, τα ξωτικά και οι νάνοι, καθώς και κάθε λογής μορφής ή πλάσματος κατοικούσαν, ακόμα, αρμονικά αυτόν τον πλανήτη. Κι όλα έρεαν, έτσι, όπως έπρεπε να ρέουν…. Ακόμη, να πιστέψετε! Τότε, ειλικρινά, λυπάμαι… Εκείνη την εποχή, ένας μεγάλος πόλεμος, μεταξύ του καλού και του κακού, αναμενόταν. Ένας πόλεμος του φωτός και του σκότους, που, κυριολεκτικά, θα άλλαζε τα πάντα.
Πέντε αγγελιοφόροι, με πέντε καλά σφραγισμένες επιστολές, έφυγαν καλπάζοντας πάνω στα άλογά τους με διαταγή να μην σταματήσουν πουθενά. Το ταξίδι τους μακρύ και δύσκολο. Οι κίνδυνοι που τους επιφυλάσσονταν πολύ. Οι καιροί είχαν αλλάξει. Η αρμόνια και η γαλήνη δεν υπήρχαν πια. Τώρα, σπιούνοι και προδότες, κρύβονταν σε κάθε βήμα σου. Δολοφόνοι στέκονταν στο πλατύσκαλο του σπιτιού σου. Η καχυποψία και η διχόνοια φύτρωνε, μέρα με τη μέρα, νύχτα με τη νύχτα, όπως ο κισσός ανάμεσα στις χαραμάδες των παλαιών και εγκαταλειμμένων κτιρίων και διείσδυε ακόμη κι στις πιο αγνές καρδιές των ανθρώπων. Κανείς δεν ήταν έμπιστος πλέον…
Πέντε επιστολές για τους πέντε βασιλιάδες, κι επιστολές παραδόθηκαν· κι οι βασιλιάδες αποφάσισαν.
Την εποχή των πρώτων φθινοπωρινών φύλλων, οι πέντε βασιλιάδες των πιο μεγαλύτερων και των πιο ισχυρότερων βασιλείων των ανθρώπων συγκεντρώθηκαν στη γη των Νίρζς, όπου ο βασιλιάς Ριχάρδος κυβερνούσε με αφοσίωση και συμπόνια, να ενώσουν για πρώτη φορά τα χέρια. Έτσι, από τη χώρα Ράδερχουντ, των επτά απέραντων οροσειρών και των φιδίσιων λαγκαδιών, κατέφθασε, ο βασιλιάς Αλβέρτος, ο νεότερος. Αν κι μόλις, στην ηλικία των δεκατεσσάρων, διακρινόταν για το θάρρους του και τη γενναιότητα του που είχε υποδείξει στη μάχη του Φοίνικα. Ο ίδιος αδικοχαμένος γερό-πατέρα του, τον είχε εκπαιδεύσει, ώστε μια μέρα να γίνει ένας άξιος βασιλιάς, κι η μέρα που θα το αποδείκνυε, σύντομα, θα κατέφθανε· από το Έζερτ, τη γη του καυτού ήλιου και της ανυπόφορης ζέστης, με την απέραντη αμμουδερή θάλασσα, κατέφθασε ο βασιλιάς Ρίτσαρντ. Δίκαιος και συνετός βασιλιάς, πάντα σκεφτόταν δυο φορές πριν πει κάτι-πολλές ήταν εκείνες οι φορές που σώπαινε κι μόνο άκουγε.
Τώρα, από το βασίλειο του βορρά, το Μπάρζελοντ, εκεί που μόνο το κρύο βασιλεύει και η βροχή πέφτει σαν κρύσταλλο από τον ουρανό στην γη, κατέφθασε, ο βασιλιάς Χένρυ. Καλυμμένος πάντοτε, εν μέρει, με βαριά ρούχα, αφού, οι γκαρνταρόμπα του περιοριζόταν παρά μονό σε γούνες και χοντρά παλτά. Δυνατός και έξυπνος βασιλιάς, είχε μάθει να επιβιώνει στα δύσκολα και στις μεγάλες μπόρες. Τελευταίος, από τα πέντε νησιά Μέρλοκ, που κάθε πανσέληνο γίνονταν ένα, πέρα στην μαύρη θάλασσα, κατέφθασε ο βασιλιάς Γουλιέλμος. Τα άσπρα μαλλιά του και οι βαθιές, χαραγμένες, ρυτίδες του πρόσωπο του, που περιέκλειαν τα γαλάζια ματιά του, μαρτυρούσαν τη χρόνια εμπειρία του στην τεχνική του θανάτου και του αφανισμού, αφού η ίδια η ζωή, του είχε προσφέρει αμέτρητες μάχες και πολιορκίες. Αλλά, τώρα, πλέον, δεν αποζητούσε τον πόλεμο, που του είχε στερήσει τόσα πολλά.
Ο τρόπος της ζωής τους διέφερε. Οι σκέψεις τους το ίδιο. Κι πολλές φορές ήταν εκείνες οι στιγμές που είχαν σταθεί αντίπαλοι. Αλλά, τώρα… τώρα, έπρεπε να είναι ενωμένοι. Στα χέρια αυτών των πέντε ανθρώπων, θα κρινόταν το μέλλον της ανθρωπότητας κι όχι μόνο.
Το τραπέζι βρόντηξε από τα χέρια του βασιλιά Χένρυ.
«Αυτός ο πόλεμος είναι μια τρέλα. Ένας πόλεμος με τα τελώνια θα ήταν μοιραίος για ολόκληρη την ανθρώπινη φυλή» είπε, καθώς σηκώθηκε όρθιος, αναστατωμένος.
Κρυμμένα για αιώνες, τα τελώνια, κάτω από την επιφάνεια της γης, σε σκοτεινά σημεία, μέσα σε πηγάδια ή σπηλιές, ακόμη και μερικές φορές σε ερείπια ή φρούρια, αυτά, τα αποκρουστικά όντα, περίμεναν την κατάλληλη στιγμή, να κάνουν την κίνηση τους. Συσσωρεύονταν μυστικά, συνωμοτώντας χαμηλόφωνα, να κυβερνήσουν όλο τον κόσμο. Κανένας δεν πρόβλεψε τι θα επακολουθούσε. Απορροφημένοι στα δικά τους προβλήματα, παραμέλησαν το κακό που κρυβόταν όλα αυτά τα χρόνια κάτω από τα πόδια τους. Γρήγορα σαν μάστιγα, αυτά τα άσχημα και κακόβουλα πλάσματα, εξαπλώθηκαν πάνω στις περιοχές των ανθρώπων και τον υπόλοιπων πλασμάτων. Σκοτεινά πλάσματα της νύχτας και άνθρωποι της διαφθοράς ενώθηκαν μαζί τους στην κυριαρχία του κόσμου. Οι αδύναμοι στην ψυχή έγιναν υπηρέτες τους. Οι δειλοί έγιναν προδότες… Κι, εκεί, που όλοι αδιαφορούσαν, τώρα άρχισαν να φοβούνται.
«Και τι προτείνεις να κάνουμε; Να το σκάσουμε σαν τα ποντίκια» πετάχτηκε ο βασιλιάς Αλβέρτος. «Εγώ, λέω, να τους πολεμήσουμε με κάθε μέσο που έχουμε». Έκφρασε την αντίθετη γνώμη του.
«Αυτά τα μοχθηρά δαιμονικά όντα απεχθάνονται το φως του ήλιου και αυτό μας δίνει ένα προβάδισμα. Εάν, χρησιμοποιήσουμε το μειονέκτημά τους υπέρ μας, ίσως, καταφέρουμε να τους νικήσουμε» μίλησε, εύστοχα, ο βασιλιάς Ρίτσαρντ.
«Δεν έχουμε καμία ελπίδα να τους νικήσουμε» συνέχισε την αντιλογία του ο Χένρυ.
Βρίσκονταν μέσα σε ένα αρκετά ευρύχωρο δωμάτιο ,σε κάποιο σημείο βόρεια του κάστρου. Αστραφτερές ασπίδες με το οικόσημο ενός αετού στόλιζαν