Κατάλογος / Συλλογές Μικρών Ιστοριών / Ρουτίνα
Τέσσερις ιστορίες πάνω σε τέσσερις στοχασμούς. Η διαδρομή των απαντήσεων για ερωτήσεις που κουβαλάμε, ίσως, όλοι μέσα μας. Οι απαντήσεις, όμως, θα είναι του αναγνώστη.
Αριθμός σελίδων: 303
Έτος κυκλοφορίας: 2021
ISBN: 978-618-5498-57-3
Τύπος βιβλίου: EPUB
Μόνο συνδεδεμένοι χρήστες που έχουν αγοράσει αυτό το βιβλίο μπορούν να αφήσουν κριτική.
Αριστέα Αντωναράκη
S. Konstantopoulos
«I started a joke/ and the whole world cried--I started to cry/ and the whole world laughed....and the joke was on me! Οι Bee Gees κολλησαν στο μυαλο μου μολις τελειωσα την αναγνωση.....Ο Ενας Καποιος, μας κατευθυνει απο το \"ετσι ειναι\" στο \"λες να...\", χρησιμοποιωντας το δευτερο προσωπο σαν δαχτυλο που μας δειχνει ή σαν κινητο ετοιμο για σελφι. Τη στιγμη που παμε, χαμογελωντας πονηρα, να φωναξουμε: \"Σε καταλαβαμε, το πιασαμε το νοημα\" μας ξεφευγει με τριτο προσωπο, σαν σπηκερ που περιγραφει απο το ραδιοφωνο, φτειαχνοντας εικονες....Κραταμε την ανασα, ασφυκτιουμε, αναλογιζομενοι την Ρουτινα ενω οι εικονες εξω ειναι πλουσιες και γεματες χρωματα και υποσχεσεις, ενας κοσμος που υπαρχει και επιλεγουμε να μην τον ζουμε διαλεγοντας λαθος Θεους-Προτυπα....Μας δειχνει μεσα απο την κλειδαροτρυπα αλλον κοσμο, οπου μπορουμε να αναπνεουμε ελευθερα ....ή παλι οχι! Καταφερνει να \"δουμε\" τεσσερις ιστοριες με 4 φωτογραφιες υψηλης ευκρινειας οπου τα πιξελς ειναι οι Λεξεις. Καποια στιγμη φανερωνεται, ο Ενας Καποιος, γέρος-παιδι, συμπονετικα τη μια σαδιστικα την αλλη...ο επιλογος δεν ειναι ενας, ειναι πρισματικος και τον καταλαβαινεις αναλογα με το σημειο που καθεσαι.»
Angel Syn
Μια υπέροχη συλλογή διηγημάτων που έπεσε στα χέρια μου την καταλληλότερη περίοδο όπου η Ρουτίνα αναπόφευκτα έχει χτυπήσει την πόρτα πολλών από εμάς και την καλοδεχομαστε φωλιαζοντας όλο και πιο βαθιά κάτω από τη σκιά της. Τέσσερα διηγήματα το ένα εντελώς διαφορετικό από το άλλο και όμως το κάθε ένα σε ταξιδεύει βίαια και συνάμα γλυκά στη δική σου Ρουτίνα. Ο κάθε ένας μπορεί να βρει τον εαυτό του σε κάθε μία από τις ιστορίες του βιβλίου και να καταλήξει σε διαφορετικό συμπέρασμα βάσει των εμπειριών και τον ερεθισματων του. Ευχαριστώ πολύ τον συγγραφέα που ταρακούνησε το μυαλό μου και επανέφερε τους προβληματισμούς που τόσο περίτεχνα απωθούσα βολεμένη στην καθημερινότητα μου!
Δεσποινα Αντωναρακη
Ακόμα και αν είσαι σε μια ηλικία που νομίζεις ότι έχουν υποχωρήσει οι μεταφυσικές σου ανησυχίες, διαπιστώνεις ότι απλά καταφέρνεις να τις \"κοιμίζεις\" μέσω του τρόπου ζωής σου. Αρκεί να διαβάσεις μια συλλογή διηγημάτων, για να ξυπνήσει μέσα σου η αστείρευτη φαντασία που κάποτε είχες, το δέος μπροστά στη ζωή και στο θάνατο, η οργή και το πνίξιμο που σου προκαλεί η αδικία και η μοναξιά, η μελαγχολία της διαπίστωσης ότι το σύστημα ταΐζει τον εαυτό του, η ηρεμία και η ευγνωμοσύνη του να αισθάνεσαι ότι όλοι είμαστε ίδιοι και μας κάνουν ευτυχισμένους τα ίδια πράγματα, η έκπληξη του να βλέπεις μια χιλιοειπωμενη ιστορία ή μύθο από άλλη οπτική γωνία... Συμπερασματικά: μια αναζωογόνηση στο ρουτινιασμένο μου μυαλό, ένα ταξίδι στο χρόνο, τότε που \"στρόφαρα\" μέρα - νύχτα για να απαντήσω τα αναπάντητα!!\r\n( Σημειωση: σαν λάτρης των βιβλίων του μεγάλου Αντώνη Σαμαράκη, βρίσκω πολλή ομοιότητα στον τρόπο γραφής στην \"Ζωή του κυρίου Τάδε\" και αυτό είναι πολύ συγκινητικό! )
Γιάννης Νάκιος
Το βιβλίο είναι 4 διαφορετικές ιστορίες που (μάλλον;) είναι άσχετες, δεν είναι το ίδιο πρόσωπο σε αυτές αν και είναι συνεχόμενες, η μια μετά την άλλη. Κάθε μια μιλάει για κάτι μεγάλο, και κάθε μια είναι γραμμένη με άλλο τρόπο. Η πρώτη πχ είναι στο δεύτερο πρόσωπο και μοιάζει με φιλοσοφική συζήτηση, η δεύτερη (και καλύτερη) είναι δυστοπία (πολλά μου ήρθαν στο μυαλό, μέχρι ο Τσάπλιν), η τρίτη επιστημονική φαντασία (ας πούμε;) και η τέταρτη Ελληνική Μυθολογία (και αυτή επίσης πολλή δυνατή). Οι εικόνες και οι ιδέες είναι απίθανες. Είναι πραγματικά, ένα βιβλίο που ξεχωρίζει και σε αφήνει να σκεφτείς και τα δικά σου. Νομίζω πως αν πω περισσότερα θα το αδικήσω ή θα αποκαλύψω κάτι που δεν πρέπει (και θέλω ας πούμε να πω για κάποιες εκπλήξεις, αλλά όχι). Με μπέρδεψε το ότι είναι όλο συνεχόμενο ενώ είναι τέσσερα διαφορετικά κομμάτια. Σκεφτόμουν να βάλω 4 γι αυτό, αλλά νομίζω πως είναι κάτι που αξίζει να το διαβάσουν όλοι και θα ήθελα να το συζητήσω αν υπήρχε ένα φόρουμ ή μια συζήτηση γι αυτό, ακόμα και εδώ στο rbooks αν υπάρχει τέτοια δυνατότητα!
Συγγραφέας: Ένας κάποιος
ISBN: 978-618-5498-57-3
© Copyright: Readnet Publications ΙΚΕ
Βόλος 2021
Έκδοση: Readnet Publications
www.readnet.gr
Τηλ.: 24210 38805
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.
ΤΕΛΟΣ
Μια ανάσα.
Αυτό είναι όλο. Το ήξερες μια ζωή, ότι θα ήταν αυτή η ανάσα, απλά δεν περίμενες ποτέ να την αφήσεις στη μέση. Μια εισπνοή, για να πούμε την αλήθεια. Ποτέ εκπνοή. Μια μισή ανάσα. Μια μισή ανάσα που άφησες να κρέμεται μετέωρη δίνοντας σου ελπίδα ότι θα υπάρξει τουλάχιστον άλλη μισή. Μισή ανάσα.
Η τελευταία.
Είχες την εντύπωση ότι όλα θα τελείωναν με την εκπνοή, αλλά να που πάλι έκανες λάθος. Βέβαια, δεν μπορούσες να το ξέρεις αυτό. Όχι αυτό. Έπρεπε να το ζήσεις. Η μάλλον, να το πεθάνεις. Και να που το πρώτο πράγμα που έμαθες όταν άφησες τη ζωή σου πίσω, είναι ότι ο θάνατος σου ξεκινά με μια εισπνοή.
Όπως ακριβώς η ζωή σου ξεκίνησε με μια εκπνοή. Ένα αδύναμο φύσημα που καθάρισε την αναπνευστική σου οδό από υγρά και εμπόδια. Περίεργο σου φαίνεται. Μπορεί και να είναι. Μια φορά πάντως, καταλαβαίνεις ότι η αρχή πάντα ακολουθεί ένα τέλος. Το δικό σου αυτή την φορά.
Περίμενες σήραγγες. Φώτα να χορεύουν γύρω σου. Αγγέλους να σε περιμένουν. Λιβάδια ατελείωτα και θάλασσες γαλήνιες και πράσινες σαν τα όνειρα σου. Περίμενες και - παραδέξου το - κρυφά μέσα σου σχεδόν ανυπομονούσες, να δεις τι θα γίνει. Ποια είναι η συνέχεια στο κεφάλαιο που δεν μπορούσες να διαβάσεις.
Τι γίνεται στο τέλος.
Καλά, μάλλον αυτό το ξέρεις. Όχι πολλά. Το τέλος δεν είναι παρά εκείνη η μισή ανάσα. Μια μαγική εισπνοή που σβήνει πόνους και πάθη. Η κλεμμένη στιγμή που αποκοιμάσαι έστω και χωρίς να το θες. Το τέλος αλήθεια, σου ξέφυγε όπως συνήθιζαν να σου ξεφεύγουν όλες οι μεγάλες στιγμές της ζωής σου. Όχι ότι παραπονιέσαι, αλλά μοιάζει με τη στιγμή που ανοιγοκλείνεις τα μάτια και χάνεις ένα αστέρι να πέφτει. Η μια ματιά που μπορεί να σημαίνει πολλά.
Μαζεύεις κομμάτια. Και πριν ακόμα τελειώσεις, ξέρεις. Ξέρεις ότι δεν είσαι. Ότι και αν ήσουν πριν, δεν είσαι. Σκέφτεσαι να δεις αν έχεις τουλάχιστον την ίδια όψη, τα ίδια χέρια, το ίδιο χτύπημα ψηλά στον μηρό. Αλλά δεν έχεις μάτια. Βλέπεις. Δεν έχεις όμως μάτια. Δεν μπορείς να τα αγγίξεις, δεν έχεις χέρια. Δεν στέκεσαι, δεν κάθεσαι, δεν έχεις ποδιά. Δεν είσαι. Δεν έχεις.
Αλλά βλέπεις. Βλέπεις κάτι σαν έρημο την αυγή, σκούρα μωβ χρώματα χωρίς φως, βαθιά κόκκινα και πορφυρά, αμμόλοφους πριν χαράξει. Η σκέψη σου ξαναγυρνά στην τελευταία σου εισπνοή. Δεν έχεις αέρα να βγάλεις. Προσπαθείς, αλλά δεν μπορείς.
Εντάξει.
Αυτό μπορεί και να το περίμενες. Είσαι ένα πνεύμα, μια άυλη ψυχή, μια περίληψη του εαυτού σου.
Ένα φάντασμα.
Σου φαίνεται αστείο. Φάντασμα. Και μόνο η λέξη σημαίνει κάτι που φτιάχτηκε από τη φαντασία. Μπορεί και αυτό να είσαι τώρα. Η φαντασία σου. Αυτό που νομίζεις ότι είσαι. Αυτό που νόμιζες ότι θα γίνεις αν…
Δεν το λες.
Σταματάς στη λέξη.
Αν πεθάνεις.
Αν;
Πέθανες.
Ναι, πέθανες, το ξέρεις. Η μίση ανάσα, θυμάσαι; Η εισπνοή. Η εκπνοή που δεν έδιωξε την ψυχή από το σώμα σου.
Πανικοβάλλεσαι.
Πέθανες.
Δεν υπάρχεις, δεν είσαι, δεν έχεις.
Πού είσαι;
Μεγαλοχώρι, 4 Αυγούστου 1919
Η πιο τεμπέλικη μέρα του Αυγούστου ήταν εκείνη η Κυριακή. Η Μαρία δεν ήθελε ούτε να το σκέφτεται. Τόση ζεστή και υγρασία. Τόσο βάρος. Έσφιξε για άλλη μια φορά την ποδιά της και δαγκώθηκε. Πονούσε. Πονούσε τόσο που τα χείλη της άσπριζαν. Κοίταξε τον ουρανό και τον βαριεστημένο ήλιο που έμοιαζε να κρέμεται ξεχασμένος πάνω της.
Ξαναέσυρε τα πόδια της, πιο σταθερά αυτήν τη φορά. Μετρούσε ένα, ένα τα βήματα της να σιγουρευτεί ότι θα έφτανε εκεί. Μέχρι την πόρτα, έλεγε. Μέχρι την πόρτα. Το ένα της χέρι στήριζε όσο μπορούσε τη μέση της. Το άλλο έψαχνε να βρει στήριγμα ανάμεσα σε σκονισμένα λουλούδια και τα αγκάθια τους. Μάτωνε αλλά δεν την ένοιαζε καθόλου.
Πάλευε με την αναπνοή της μέσα από τα δόντια, αλλά έχανε. Της κοβόταν κάθε στιγμή. Σαν οι ανάσες της να προσπαθούσαν να δραπετεύσουν από τον πόνο. Σαν να διαφωνούσαν από την αρχή και εκείνη δεν τις άκουσε. Θα ήθελε και εκείνη να δραπετεύσει τώρα, να ξεφύγει μαζί με τις μισές της ανάσες τρελαμένη από πόνο, αλλά συνέχισε. Χέρι ματωμένο, χέρι στη μέση, επτά βήματα, αγκάθι, ανάσα, εννέα.
Έφτασε στην πόρτα. Έφτασε και δεν δοκίμασε καν να μιλήσει. Στηρίχτηκε και με τα δυο της χέρια στην κάσα της πόρτας και προσπάθησε να ξαναβρεί τον ρυθμό της αναπνοής της. Γρουσουζιά, σκέφτηκε, να πιάνω έτσι την πόρτα και στη σημασία της στιγμής, η ανοησία της σκέψης της την έκανε σχεδόν να γελάσει.
«…Κυρά Λένα» βγήκε η φωνή της σχεδόν σβηστή. «Κυρά Λένα», ξανάπε πιο σταθερά. Δεν μπορούσε να φωνάξει. Ένιωθε ότι τα πνευμόνια της είχαν ανέβει στο στόμα. Κοίταξε στο βάθος της αυλής το κοντοκουρεμένο, βρώμικο αγοράκι που την κοίταζε με το δάχτυλο στη μύτη. Το κάρφωσε με τα κόκκινα, τεράστια από την κούραση μάτια της και το παιδί έβαλε τα κλάματα.
Σκουπίζοντας τα χέρια της, μια στέγνη, κουρασμένη γυναίκα βγήκε έξω.
«Γιατί κλαις πάλι, πανάθεμα σε;»
Δεν είχε βρει την ανάσα της. Κοίταξε τη γυναίκα που την κατάλαβε και συνέχισε τον αγώνα της με τον αέρα. Η γυναίκα έτρεξε κοντά της και την τράβηξε μέσα, στηρίζοντας τη με τιτάνια δύναμη.
«Είναι ώρα;», τη ρώτησε.
Δεν μπήκε στον κόπο να απαντήσει. Κούνησε κουρασμένα το κεφάλι και ακολούθησε τη γυναίκα μέσα.
«Συγχωρά με…» είπε με κομμένη την ανάσα. «Μόνη σπίτι… κανείς…».
«Πάψε» της είπε αυστηρά η στέγνη γυναίκα και την ακούμπησε μαλακά στο κρεβάτι που στεκόταν καταμεσής του φτωχού δωματίου.
«Τρέχω να φωνάξω τη μεγάλη να με βοηθήσει, καιρός να μαθαίνει από αυτά. Κάνε κράτει δυο στιγμές, έρχομαι. Βάζω το νερό να βράσει» της είπε η γυναίκα με μια μάτια και χάθηκε από το δωμάτιο.
Η Μαρία συνέχιζε τον πόλεμο της με τον αέρα. Ο πόνος της φαινόταν τώρα σχεδόν σύμμαχος. Έγειρε το κεφάλι πίσω όσο μπορούσε και πόνεσε ακόμα περισσότερο. Ένα τρομαγμένο κορίτσι όχι πάνω από έντεκα βρισκόταν τώρα στο δωμάτιο. Την κοίταξε για μια στιγμή και της φάνηκε έτοιμο να βάλει και αυτό τα κλάματα. Έχεις αυτήν την επίδραση στα παιδιά τελευταία σκέφτηκε και σχεδόν ξανά γέλασε. Οι αγκώνες της διαμαρτυρόταν από την ώρα που τη στήριζαν αλλά δεν έδωσε σημασία.
Η στέγνη γυναίκα ξαναμπήκε φουριόζα στο δωμάτιο φωνάζοντας στο κορίτσι, τρομάζοντας το ακόμα περισσότερο. Τότε ο πόνος παρόλο που έγινε εντονότερος ένιωσε να ξεκουράζεται. Ήταν