Κατάλογος / Μυθιστορήματα Φαντασίας / Σύμβολο Πίστης
Σε ένα πανάρχαιο μοναστήρι, στη μέση της χειρότερης χιονοθύελλας των τελευταίων δεκαετιών, μοναχές και κοσμικοί ζουν θαύματα και υπερφυσικά φαινόμενα που θα δοκιμάσουν την πίστη τους, αλλά και τη ζωή τους.
Αριθμός σελίδων: 225
Έτος κυκλοφορίας: 2021
ISBN: 978-618-5498-53-5
Τύπος βιβλίου: EPUB
Μόνο συνδεδεμένοι χρήστες που έχουν αγοράσει αυτό το βιβλίο μπορούν να αφήσουν κριτική.
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.
1
Η αδερφή Ακυλίνη έριξε πίσω τον λαιμό της κουρασμένα. Προσπάθησε να κρατήσει για λίγο ακόμα τη μυρωδιά που έφτανε στα γέρικα ρουθούνια της. Ναι. Μυγδαλιά. Την περίμενε αυτή τη μυρωδιά, σαν ραντεβού, κάθε χρόνο. Έσυρε λίγο τα πόδια της πάνω στο πλακόστρωτο της αυλής και με μια γκριμάτσα έδειξε να ενοχλείται από τον ήχο. Έστρωσε λίγο ακόμα την ποδιά της και ξανάπλεξε τα χέρια της στα γόνατα.
Δεν είχε ανοίξει ακόμα τα βλέφαρα της. Η μυρωδιά τη γύριζε πολλά χρόνια πίσω. Περίεργο αυτό που κάνουν μόνο οι μυρωδιές! Φαίνεται πως μόνο αυτές έχουν τη δύναμη να σε ξαναγυρίσουν στην πρώτη μέρα στο σχολείο, στην κουζίνα της μάνας τα Χριστούγεννα ή στον μύλο του Τρελού μετά το θέρος. Οι ρυτίδες δίπλα από τα χείλη της τραβήχτηκαν λίγο ακόμα σε ένα κουρασμένο χαμόγελο. Θα ορκιζόταν πως αν άνοιγε τα μάτια της θα έβλεπε τον κάμπο του χωριού της να απλώνεται τεμπέλικα ένα ασυνήθιστα ζεστό μαρτιάτικο απόγευμα.
Δεν μπήκε στον κόπο. Προτίμησε να κρατήσει την ανάμνηση. Και να σβήσει το χαμόγελο της. Κράτησε όμως τη μυρωδιά της μυγδαλιάς και ψαχούλεψε δίπλα της. Μια από της νεαρότερες αδερφές την πλησίασε και της έβαλε στο χέρι το μπαστούνι της.
«Ορίστε, αδερφή» ακούστηκε δροσερή η φωνή της.
Η αδερφή Ακυλίνη άνοιξε τα θολά της μάτια και χαμογέλασε προς τη φωνή.
«Εσύ είσαι Θεονύμφη;» ρώτησε την καφετιά κηλίδα μπροστά της.
«Όχι αδερφή, είμαι η Φιλουμένη», απάντησε η κηλίδα και η αδερφή Ακυλίνη στήριξε το δεξί της χέρι στο λευκό της μπαστούνι.
«Σε ευχαριστώ κόρη μου», της είπε μαλακά. «Ο Θεός μαζί σου».
Ποτέ δεν μπέρδευε φωνές. Από τότε που ο Θεός την ευλόγησε με το άγγιγμα Του, από τότε που η Χάρη Του την ξεχώρισε από τους κοσμικούς, η αδερφή Ακυλίνη μπορούσε να ξεχωρίζει φωνές και ας είχε χρόνια να τις ακούσει. Η Χάρη του Κυρίου την οδηγούσε μέσα από λέξεις και ήχους, ακόμα και μέσα από θροΐσματα που, όμως, της ήταν αρκετά για να ζωγραφίζει τον κόσμο στο μυαλό της και να τον γεμίζει χρώμα και φως όπως Εκείνος τον έπλασε.
Είναι όμως καμπόσος καιρός τώρα, σχεδόν χρόνος, που μπερδεύει της φωνές. Οι άλλες αδερφές το πρόσεξαν και σταδιακά και ευγενικά την απάλλαξαν από όλα της τα καθήκοντα. Όλα εκτός του Εσπερινού. Η αδερφή Ακυλίνη ακόμα γέμιζε τον μικρό ναό με τη βελούδινη φωνή της. Ακόμα η Σοφία Του της επέτρεπε να δοξάζει το Όνομα Του.
Ρούφηξε ξανά τη μυρωδιά της μυγδαλιάς και για μια στιγμή δίστασε. Έπειτα κράτησε δυνατά το μπαστούνι της στο χέρι της και σηκώθηκε. Τη Μονή δεν την είχε δει ποτέ. Ούτε την υπέροχη αυλή της. Καμία φορά άκουγε πολύ προσεκτικά τι έλεγαν οι επισκέπτες και οι άλλες αδερφές για τους κήπους και τα παμπάλαια κτήρια που στέγαζαν τη φτωχική τους κοινωνία του Θεού. Της άρεσε να ζωγραφίζει εικόνες στο μυαλό της για το πώς ήταν η Μονή και πώς έδειχνε στο φως τον Μάη ή τις βροχερές νύχτες τον Γενάρη. Και τώρα καθώς τα σίγουρα βήματά της την πήγαιναν προς τον μικρό ναό, έχτιζε από την αρχή τη Μονή αυτόν τον νεαρό, γλυκό Φλεβάρη που οι μυγδαλιές κυκλώνουν την οδηγό αίσθησή της.
Την ξελογιάστρα μυγδαλιά την αντικατέστησε λιωμένο κερί και καπνός, λιβάνι που κρύβεται στα στασίδια χρόνια τώρα και ξεχασμένο γλυκό κρασί. Η μικρή αλλαγή στο ελάχιστο φως που περνούσε στην αδερφή Ακυλίνη τη σιγούρεψε ότι μπήκε στον ναό. Η αδερφή Ζηνοβία τη χαιρέτησε και της πρόσφερε βοήθεια. Όχι ότι η αδερφή Ακυλίνη τη χρειαζόταν, αλλά πότε-πότε την απολάμβανε είναι αλήθεια. Λίγες στιγμές αργότερα, όλες οι αδερφές ήταν στη θέση τους. Ο Εσπερινός άρχισε κανονικά και έτσι θα εξελισσόταν αν δεν υπήρχε κάτι διαφορετικό αυτή τη φορά. Κάτι που καμία άλλη από τις αδερφές δεν έδειχνε να αντιλαμβάνεται.
Ήταν η δεύτερη φορά που η αδερφή Ακυλίνη έχανε τα λόγια της και η τρίτη που έχανε το τέμπο της. Κάτι που δεν συνήθιζε καθόλου. Η ηγουμένη την κοίταξε με συμπάθεια, ήταν φανερό όμως ότι είχε ενοχληθεί. Ίσως ήταν καιρός η αδερφή Ακυλίνη να παρακολουθεί απλά τη λειτουργία και όχι να την ψάλλει. Αυτά δεν απασχολούσαν όμως καθόλου την αδερφή Ακυλίνη. Ούτε ο Εσπερινός. Αυτό που την ενοχλούσε αφόρητα ήταν η μυρωδιά. Αυτή η μυρωδιά σκουριάς που την έκανε να ανακατεύεται και να ζαλίζετε και αυτός ο μονότονος ήχος, σαν να ψιλόβρεχε έξω, σαν χαλασμένο ρόλοι.
Η αδερφή Ακυλίνη για πρώτη φορά εν μέσω Εσπερινού, παράτησε το στασίδι της. Κατέβηκε φουριόζα και γύρισε το κεφάλι γύρω γύρω. Οι φωνές των άλλων αδερφών έσβησαν όλες καθώς παρακολουθούσαν την τυφλή καλογριά να ψάχνει ένας Θεός ξέρει τι και αναρωτιόνταν αν έχασε τα λογικά της. Τελικά η αδερφή Ακυλίνη στάθηκε μπροστά από το βαρύ έπιπλο στα δεξιά του ναού ανάμεσα από τα δυο του παράθυρα και άγγιξε το ξύλο με τρεμάμενα χέρια. Για μια στιγμή κλαψούρισε και έπειτα βάλθηκε να σπρώχνει το έπιπλο γεμάτο από αντικείμενα και βιβλία.
Οι υπόλοιπες αδερφές αναστατώθηκαν. Η ηγουμένη χτύπησε λίγο τα χέρια της ζητώντας να κάνουν ησυχία και πλησίασε την αδερφή Ακυλίνη, μιλώντας της μαλακά, προσπαθώντας να την ηρεμήσει. Η αδερφή Ακυλίνη δεν την άκουγε. Μόνο προσπαθούσε να σπρώξει το τρεις φορές μεγαλύτερο της έπιπλο. Η ηγουμένη άπλωσε ευγενικά το χέρι της πάνω στην αδερφή Ακυλίνη, εκείνη όμως την άρπαξε και την ανάγκασε να σπρώχνει και εκείνη το έπιπλο. Φώναξε και άλλες αδερφές, τη Ζηνοβία, τη Θεοκτίστη, τη Χαρίκλεια. Είχε κοκκινίσει και ιδρώσει και έλεγε ξανά και ξανά ότι η μυρωδιά θα την τρελάνει.
Χρειάστηκαν συνολικά 7 αδερφές να μετακινήσουν το έπιπλο και, όταν αυτό έγινε, καμία τους δεν έδωσε σημασία στην αδερφή Ακυλίνη που παραπονιόταν ότι η μυρωδιά έγινε πιο έντονη και ο θόρυβος ακουγόταν τώρα καθαρά. Στις έκπληκτες καλόγριες του Εσπερινού προστέθηκαν και οι έξι καλόγριες που μετακίνησαν το έπιπλο και μπορούσαν να δουν. Καμία τους δεν μίλαγε. Δυο τρεις από αυτές σταυροκοπήθηκαν και η νεαρότερη έβαλε τα κλάματα. Η αδερφή Ακυλίνη μάταια προσπαθούσε να μάθει τι συμβαίνει. Τη μυρωδιά την ήξερε πολύ καλά. Την είχε μυρίσει όταν ήταν ακόμα στο χωριό της, πριν το Πάσχα, τα Χριστούγεννα, τις γιορτές. Μυρωδιά που πάντα συνοδευόταν από τα αγωνιώδη βελάσματα των αρνιών, το μακρόσυρτο θρήνο των μοσχαριών, μια μυρωδιά που γέμιζε τους άντρες άγρια χαρά και εκείνη, μικρό κοριτσάκι, θλίψη και αγωνία.
Ρωτούσε και ξαναρωτούσε τις υπόλοιπες αδερφές, αλλά καμία δεν μπορούσε να της απαντήσει. Το μέρος αυτό του ναού τής ήταν άγνωστο και δεν είχε μαζί το μπαστούνι της. Άπλωσε τα δυο της χέρια μπροστά και ψαχουλεύοντας έφτασε ως τον τοίχο. Με τρεμάμενα χέρια χτύπησε τη λεία επιφάνεια μέχρι να βρει το πηχτό υγρό. Ακούμπησε και τα δυο της χέρια και τα έφερε κοντά στο πρόσωπο της. Όταν η μυρωδιά του αίματος τη χαστούκισε αλύπητα, η αδερφή Ακυλίνη άγγιξε τα