Κατάλογος / Ρομαντικά Μυθιστορήματα / Λίθερ
Στην Αμερική, σε μια μικρή πόλη, το Σποκέιν, μετακομίζει η Κιάρα μαζί με τη μητέρα της, αφού η δεύτερη ξαναπαντρεύτηκε έναν εύπορο άντρα, τον Πίτερ. Μαζί όμως με τον Πίτερ, η τελειόφοιτη Κιάρα θα πρέπει να ζήσει και με τα δύο επίσης τελειόφοιτα παιδιά του, την Κρίστι και τον Λούκας. Αν και για όλους αυτό το βήμα μοιάζει δύσκολο, υπάρχει καλή θέληση να μπορέσουν να συμβιώσουν. Όμως σε κάποια άλλη ιστορία, όλα αυτά θα μπορούσαν να είναι πραγματικότητα...
Αριθμός σελίδων: 662
Έτος κυκλοφορίας: 2020
ISBN: 978-618-5498-17-7
Τύπος βιβλίου: PDF
Μόνο συνδεδεμένοι χρήστες που έχουν αγοράσει αυτό το βιβλίο μπορούν να αφήσουν κριτική.
Συγγραφέας: Καρσαμπά Ντιάνα
ISBN: 978-618-5498-17-7
© Copyright: Readnet Publications ΙΚΕ
Βόλος 2020
Έκδοση: Readnet Publications
Ιστότοπος: www.readnet.gr |e-mail: [email protected]
Τηλ.: 24210 38805
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
λλαγή. Είναι αυτή η λέξη, η τόσο απλή αλλά και τόσο δύσκολη να την πραγματοποιήσεις. Κοιτώντας έξω από το παράθυρο του αυτοκινήτου το νοτισμένο δάσος, κάτι μέσα μου σκίρτησε, κάτι σαν ανυπομονησία. Και παρά τη μελαγχολική μου διάθεση, έτσι κι αυτή τη φορά, μέσα μου οι αλλαγές μου προκαλούσαν δέος για αυτό το άγνωστο καινούργιο. Σίγουρα οι προσδοκίες μου εκείνες τις στιγμές, δεν μπορούσαν ούτε κατά διάνοια να αγγίξουν εκείνο το καινούριο που επρόκειτο να γνωρίσω, κι όμως τίποτα προς το παρόν δεν μαρτυρούσε οτιδήποτε το συγκλονιστικό. Πάντα πίστευα πως η ζωή είναι μια ατέλειωτη αλληλουχία αλλαγών. Δεν μπορούσα όμως ποτέ να φανταστώ πως αυτή η αλλαγή ήταν μια προδιαγεγραμμένη πορεία ανάμεσα σε δύο παράλληλους κόσμους, στους οποίους ανοίκα αντίστοιχα κατά το ήμισυ. Πολλές φορές με αποκάλεσαν αλαφροΐσκιωτη για τις παράξενες παραισθήσεις και τα αλλοπρόσαλλα όνειρά μου. Μα κανείς δεν μπόρεσε να φανταστεί πως έπρεπε να αποκαλούμαι πραγματικά...
Έκλεισα τα μάτια μου και έβγαλα το κεφάλι μου έξω από το παράθυρο παίρνοντας μια βαθιά αναπνοή. Το αυτοκίνητο επιβράδυνε και μπορούσα πια να δω λεπτομερώς τη γύρω περιοχή. Έπειτα από λίγη ώρα είχαμε φτάσει. Το νέο μας σπίτι στεκόταν επιβλητικό σε λευκή απόχρωση και αρκετά έως πολλά μεγάλα παράθυρα το διακοσμούσαν. Χαρακτηριστικό του αποτελούσαν οι πολύ μεγάλες βεράντες, τουλάχιστον από την πρόσοψη επεσήμανα δύο. Γύρευε πόσες θα είχε και από πίσω. Η είσοδος ήταν αρκετά μεγάλη θα έλεγα, στρωμένη με εξαιρετικά επιμελημένο γκαζόν, και διάσπαρτα δεντρίλια, κλαδεμένα σε σφαιρικό σχήμα.
«Κλείσε το παράθυρο Κιάρα και βγες έξω να δεις τι υπέροχο σπίτι που είναι, καλώς ορίσαμε», μίλησε η μαμά μου όσο πιο δυνατά γινόταν.
Την κοίταξα εκνευρισμένη και έσπρωξα απότομα την πόρτα ώστε να ανοίξει χτυπώντας πάνω της, αλλά δυστυχώς δεν άνοιγε αρκετά. Στο μυαλό μου συνεχώς από την ώρα που μπήκαμε στην πόλη ζύγιζα τα υπέρ και τα κατά της νέας μου ζωής.
«Προσπαθώ να συμμεριστώ τη χαρά σου αλλά δυστυχώς δεν τα καταφέρνω όσο εσύ», παραδέχτηκα συνοπτικά εκπνέοντας όλη μου την ένταση.
«Κιάρα άσε τις παραξενιές και φέρε τις βαλίτσες σου…» απάντησε επιτακτικά, η μαμά, εκδηλώνοντας μου ευθαρσώς την αγανάκτησή της.
Κατσούφιασα και πήγα στο πορτ μπαγκάζ. Πάτησα το κουμπί για να ανοίξει μα σαν να μην είχα καθόλου δύναμη εκείνο με αγνόησε και δεν άνοιξε ποτέ. Επέμεινα άλλη μια φορά και επιτέλους μου έκανε τη χάρη. Μου φαίνεται πως ήμουν ικανή να τσακωθώ ακόμη και με το πορτ μπαγκάζ για να εκτονωθώ.
Η μαμά που με παρατηρούσε ενδελεχώς, έτεινε το χέρι της για να με βοηθήσει με τις τσάντες.«Έλα μωρό μου,», μουρμούρησε τραγουδιστά, «ξέρω πως είναι δύσκολο για ‘σένα αλλά κάνε μια προσπάθεια να με καταλάβεις. Θα προσαρμοστείς εύκολα. Θα κάνεις νέους φίλους, θα ζήσεις σε αυτό το υπέροχο μέρος με μια νέα, μεγάλη και ευτυχισμένη οικογένεια, τι άλλο θες;» Ένα παράπονο κατέκλυσε τα μάτια της.
«Μαμά», αναστέναξα, «ξέρεις πως μου αρέσουν οι αλλαγές,αλλά η συγκεκριμένη δεν νομίζω πως είναι και πολύ καλή ιδέα…», τόνισα με ζήλο, «τι ήρθαμε να κάνουμε στο Σποκέιν; Αλλάζουμε σπίτι, ωραία, να το δεχτώ αλλά το να αλλάξουμε και τρόπο ζωής τόσο απότομα, ε,αγγίζει την υπερβολή για την ιδιοσυγκρασία μας».
«Κιάρα μου, μην με αποκαρδιώνεις, σε παρακαλώ…», είπε τώρα σχεδόν αγανακτισμένη.
Βγήκα έξω και κοίταξα συνοφρυωμένη το σπίτι ενώ ο αέρας δημιουργούσε μικρά στροβιλάκια στα ψηλά του κεραμίδια. Άραγε θα μπορούσα να νιώσω κάποτε για αυτό το σπίτι, όπως ένιωθα και για το προηγούμενο; Το σπίτι μου για εμένα ήταν πάντα το καταφύγιό μου, όχι πως αυτό δεν ίσχυε κι για τους άλλους. Απλά, πάντα μέσα στην υπερβολή μου, πίστευα πως ακόμα και οι άψυχοι τοίχοι